οκταπλασιάζω

οκταπλασιάζω
μετ. увеличивать в восемь раз

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οκταπλασιάζω" в других словарях:

  • οκταπλασιάζω — και οχταπλασιάζω, οκταπλασίασα και οχταπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οκταπλασιάζω — και οχταπλασιάζω οχταπλασίασα, οχταπλασιάστηκα, πολλαπλασιάζω κάτι με το οχτώ, κάνω κάτι οχταπλάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκταπλασιάζω — και οχταπλασιάζω (ΑΜ ὀκταπλασιάζω) [οκταπλάσιος] καθιστώ κάτι οκτώ φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, πολλαπλασιάζω επί οκτώ …   Dictionary of Greek

  • οχταπλασιάζω — οκταπλασιάζω και οχταπλασιάζω, οκταπλασίασα και οχταπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὀκταπλασιασθεῖσαι — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασιάσαντας — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασιάσαντες — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασιάσαι — ὀκταπλασιά̱σᾱͅ , ὀκταπλασιάζω multiply by eight fut part act fem dat sg (doric) ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor inf act ὀκταπλασιάσαῑ , ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»